- κρεμαστήριος
- -ο1. αυτός που χρησιμεύει για κρέμασμα2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεμαστήρα μυ3. το ουδ. ως ουσ. το κρεμαστήρι(ο)η κρεμάστρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ- (πρβλ. ἐκρέμασ-α τού κρεμώ) + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος, κινη-τήριος].
Dictionary of Greek. 2013.