κρεμαστήριος

κρεμαστήριος
-ο
1. αυτός που χρησιμεύει για κρέμασμα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεμαστήρα μυ
3. το ουδ. ως ουσ. το κρεμαστήρι(ο)
η κρεμάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ- (πρβλ. ἐκρέμασ-α τού κρεμώ) + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος, κινη-τήριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρεμαστήρι — το βλ. κρεμαστήριος …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”